ἐπαρίστερα

ἐπαρίστερα
ἐπαρίστερος
towards the left
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπαρίστερ' — ἐπαρίστερα , ἐπαρίστερος towards the left neut nom/voc/acc pl ἐπαρίστερε , ἐπαρίστερος towards the left masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαρίστερος — ἐπαρίστερος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά 2. ο γραμμένος από αριστερά προς τα δεξιά 3. αριστερόχειρας, ζερβοχέρης 4. μτφ. αδέξιος, ανεπιτήδειος, ανάποδος («ἐπαρίστερα βουλεύματα», Πλούτ.) 5. επίρρ. ἐπαριστέρως αδέξια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”